Μια
φορά κι έναν καιρό, ζούσαν στο βάλτο ένα λελέκι και μια κουκουβάγια κι
είχαν χτίσει την καλύβα τους ο ένας στη μια κι ο άλλος στην άλλη όχθη.
Όπου το λελέκι στεναχωριόταν καταμόναχο και σκέφτηκε να παντρευτεί.
- Δεν είναι τούτη ζήση
Δεν την μπορώ. Θα πάω, την κουκουβάγια να παντρευτώ!
Έτσι είπε το λελέκι και - ταπ, ταπ - δρόμο και δρόμο κάνει ζυμώνοντας τα βαλτονέρια με τα ποδάρια του.
Σαν κοντοζυγώνει λέει:
- Μέσα είσαι κουκουβάγια μου; - Μέσα είμαι. - Δεν έρχεσαι να παντρευτούμε; - Τι έκανε, λέει; Δε σφάξανε. Ποπό!
Το λέλεκα να πάρω εγώ;
Τα ποδάρια σου μακριά,
και κοντά σου τα φτερά,
ασουλούπωτα πετάς
και δεν έχεις τι να φας.
Γω είμαι καλομαθημένη,
άντε, τράβα, μακρολαίμη.
Γυρίζει το λελέκι στην καλύβα του ψόφιο απ' την πείνα του. Κι η κουκουβάγια κάθεται και σκέφτεται:
- Πώς να ζήσω η δόλια η έρμη - Λελέκι, δε με παίρνεις γυναίκα σου; - Τι 'πες κουκουβάγια μου; Δε σφάξανε.
Αν ήτανε να παντρευτώ
θα 'παιρνα εσένα εγώ;
Άντε, παράτα με.
Η κουκουβάγια γυρίζει στην καλύβα της και σ' όλο το δρόμο έκλαιγε απ' την ντροπή της. Σαν έφυγε η κουκουβάγια το λελέκι το καλοσκέφτηκε το πράμα:
- Ναι, δεν ήτανε καλό
όχι στη κυρά να πω.
Σκάει κανένας στην ερμιά του
μόνος πάνω μόνος κάτου.
Πάει, τη βρίσκει και της λέει:
- Ήρθα να σε βρω,
να σε παντρευτώ.
Στην καλύβα μου έλα, πάμε!
και να δεις πώς θα περνάμε!
- Τι 'πες λέλεκά μου, εγώ
σένανε να παντρευτώ;
Το λελέκι τραβάει για την καλύβα του κι η κουκουβάγια συλλογιέται, συλλογιέται:
- Γιατί τ' όχι να του πω;
Πώς να ζήσω μοναχή μου;
Κάλλιο να τον παντρευτώ
να ξεδώσει κι η ψυχή μου.
Πάει, τον βρίσκει, του το λέει, μα δεν θέλει το λελέκι.
Κι έτσι πάει το παραμύθι μας κορδέλα, σύρε κι έλα, σύρε κι έλα. Κι ούτε που παντρευτήκανε κι ούτε ξεκουραστήκανε.
Αλέξη Τολστόι
- Δεν είναι τούτη ζήση
Δεν την μπορώ. Θα πάω, την κουκουβάγια να παντρευτώ!
Έτσι είπε το λελέκι και - ταπ, ταπ - δρόμο και δρόμο κάνει ζυμώνοντας τα βαλτονέρια με τα ποδάρια του.
Σαν κοντοζυγώνει λέει:
- Μέσα είσαι κουκουβάγια μου; - Μέσα είμαι. - Δεν έρχεσαι να παντρευτούμε; - Τι έκανε, λέει; Δε σφάξανε. Ποπό!
Το λέλεκα να πάρω εγώ;
Τα ποδάρια σου μακριά,
και κοντά σου τα φτερά,
ασουλούπωτα πετάς
και δεν έχεις τι να φας.
Γω είμαι καλομαθημένη,
άντε, τράβα, μακρολαίμη.
Γυρίζει το λελέκι στην καλύβα του ψόφιο απ' την πείνα του. Κι η κουκουβάγια κάθεται και σκέφτεται:
- Πώς να ζήσω η δόλια η έρμη - Λελέκι, δε με παίρνεις γυναίκα σου; - Τι 'πες κουκουβάγια μου; Δε σφάξανε.
Αν ήτανε να παντρευτώ
θα 'παιρνα εσένα εγώ;
Άντε, παράτα με.
Η κουκουβάγια γυρίζει στην καλύβα της και σ' όλο το δρόμο έκλαιγε απ' την ντροπή της. Σαν έφυγε η κουκουβάγια το λελέκι το καλοσκέφτηκε το πράμα:
- Ναι, δεν ήτανε καλό
όχι στη κυρά να πω.
Σκάει κανένας στην ερμιά του
μόνος πάνω μόνος κάτου.
Πάει, τη βρίσκει και της λέει:
- Ήρθα να σε βρω,
να σε παντρευτώ.
Στην καλύβα μου έλα, πάμε!
και να δεις πώς θα περνάμε!
- Τι 'πες λέλεκά μου, εγώ
σένανε να παντρευτώ;
Το λελέκι τραβάει για την καλύβα του κι η κουκουβάγια συλλογιέται, συλλογιέται:
- Γιατί τ' όχι να του πω;
Πώς να ζήσω μοναχή μου;
Κάλλιο να τον παντρευτώ
να ξεδώσει κι η ψυχή μου.
Πάει, τον βρίσκει, του το λέει, μα δεν θέλει το λελέκι.
Κι έτσι πάει το παραμύθι μας κορδέλα, σύρε κι έλα, σύρε κι έλα. Κι ούτε που παντρευτήκανε κι ούτε ξεκουραστήκανε.
Αλέξη Τολστόι
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου