Εκείνο το τρελό κορίτσι που αυτοσχεδιάζει τη μουσική του,
Την ποίησή του, χορεύοντας στην ακροθαλασσιά
Με την ψυχή του τώρα διχασμένη
Και σκαρφαλώνει, πέφτει, δίχως να ξέρει πού
Και κρύβεται σ` ενός ατμόπλοιου τ` αμπάρι
Με γόνατο σπασμένο, η κόρη αυτή, δηλώνω εγώ,
Είναι κάτι ωραίο και υψηλό, κάτι
Ηρωικά χαμένο που ηρωικά έχει βρεθεί. Δεν έχει σημασία ποιά συμφορά τη βρήκε~
Την τύλιξε μια μουσική απελπισμένη
Και τυλιγμένη, τυλιγμένη μες στο θρίαμβό της
Εκεί που στοίβαζαν δεμάτια και καλάθια
Έβγαλε μια φωνή παράξενη, τραγουδιστή:
«Ω θάλασσα που θάλασσα ποθείς, θάλασσα πεινασμένη.
Την ποίησή του, χορεύοντας στην ακροθαλασσιά
Με την ψυχή του τώρα διχασμένη
Και σκαρφαλώνει, πέφτει, δίχως να ξέρει πού
Και κρύβεται σ` ενός ατμόπλοιου τ` αμπάρι
Με γόνατο σπασμένο, η κόρη αυτή, δηλώνω εγώ,
Είναι κάτι ωραίο και υψηλό, κάτι
Ηρωικά χαμένο που ηρωικά έχει βρεθεί. Δεν έχει σημασία ποιά συμφορά τη βρήκε~
Την τύλιξε μια μουσική απελπισμένη
Και τυλιγμένη, τυλιγμένη μες στο θρίαμβό της
Εκεί που στοίβαζαν δεμάτια και καλάθια
Έβγαλε μια φωνή παράξενη, τραγουδιστή:
«Ω θάλασσα που θάλασσα ποθείς, θάλασσα πεινασμένη.
(W, B. Yeats, Μυθολογίες και οράματα)