Το δρόμο πλάι στη θάλασσα περπάτησα
που ’κανε κάθε μέρα η ποδηλάτισσα
που ’κανε κάθε μέρα η ποδηλάτισσα
Βρήκα τα φρούτα που ’χε το πανέρι της
το δαχτυλίδι που ’πεσε απ’ το χέρι της
το δαχτυλίδι που ’πεσε απ’ το χέρι της
Βρήκα το κουδουνάκι και το σάλι της
τις ρόδες, το τιμόνι, το πεντάλι της
τις ρόδες, το τιμόνι, το πεντάλι της
Τη ζώνη της τη βρήκα σε μιαν άκρη
μια πέτρα διάφανη που ’μοιαζε δάκρυ
μια πέτρα διάφανη που ’μοιαζε δάκρυ
Τα μάζεψα ένα ένα και τα κράτησα
κι έλεγα πού ’ναι πού ’ν ’ η ποδηλάτισσα
κι έλεγα πού ’ναι πού ’ν ’ η ποδηλάτισσα
Την είδα να περνά πάνω απ’ τα κύματα
την άλλη μέρα πάνω από τα μνήματα
την άλλη μέρα πάνω από τα μνήματα
Την τρίτη νύχτωσ’ έχασα τ’ αχνάρια της
στους ουρανούς ανάψαν τα φανάρια της.
στους ουρανούς ανάψαν τα φανάρια της.
Οδυσσέας Ελύτης, «Η ποδηλάτισσα»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου