Μαλαματένιος ἀργαλειός, Πατροκιτρολεμονιά,
καὶ φιλντισένιο χτένι,* γειὰ χαράς την ποὺ τὸ ὑφαίνει
μ' ἐξήντα δυὸ πατήματα, γλυκὰ πού 'ν τὰ φιλήματα,
μ' ἐβδομήντα δυὸ καρέλια,** τὶ γλυκὰ πού 'ναι τὰ γέλια.
Πραματευτῆς ἐπέρασε τὴν κόρη ἐχαιρέτησε
πραματευτῆς περνάει καὶ τὴν κόρη χαιρετάει.
– Κόρη μ' γιὰ δὲ παντρεύεσαι τὶ ἄγουρα παιδεύεσαι
νὰ πάρεις παλληκάρι τ' ἄστρι μὲ τὸ φεγγάρι;
– Μὰ πῶς μοῦ λὲς νὰ παντρευτῶ, δὲ μοὺ λὲς τὶ νὰ γινῶ
νὰ πάρω παλληκάρι τ' ἄστρί μὲ τὸ φεγγάρι,
πού 'χω ἄντρα στὴν ξενιτειὰ κι ἄντρα ἀδερφὸ στὰ ξένα,
πῶς μοῦ λὲς νὰ πάρω ἐσένα.
Κ' ἄλλοι μοῦ λὲν πῶς πέθανε, Πατροκιτρολεμονιά
κ' ἄλλοι μοῦ λὲν πῶς 'χάθει τὸ τριαντάφυλλο μὲ τ' ἄνθη.
(Μαλαματένιος αργαλειός ,Νεστάνη )